Habitus, Πεδίο & Πρακτική: οι ιδέες του Pierre Bourdieu

Επειδή οι έννοιες και οι θεωρητικές προτάσεις του Πιερ Μπουρντιέ έχουν αρχίσει να με ενδιαφέρουν τελευταία στο ψυχοθεραπευτικό επίπεδο, συρράπτω αντιγράφοντας μερικά αποσπάσματα που βρήκα στο ΤιΒι ΧΣ, μιας που σήμερα είναι και τα γενέθλιά του και σε άλλα ελληνικά ιστολόγια (από το Weltschmerz K) (και από το ιστολόγιο της “Κοινωνικής Πραξεολογίας”)

Ο Γάλλος Πιέρ Μπουρντιέ είναι ο πλέον μεταφρασμένος επιστήμονας του τέλους του 20ού αιώνα. Διανοητής, ακαδημαϊκός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 1 Αυγούστου 1903Σπούδασε φιλοσοφία στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι. Το 1964 έγινε διευθυντής ερευνών στην Εcole des Hautes Etudes, όπου τέσσερα χρόνια μετά ίδρυσε το Centre de Sociologie Europeenne. Το 1975 γίνεται ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού Actes de la recherche en sciences sociales. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κερδίζει την έδρα της κοινωνιολογίας στο College de France. Το 1989 ίδρυσε και διεύθυνε την ευρωπαϊκή επιθεώρηση βιβλίου LIBER, και το 1996 τον εκδοτικό οίκο «Raison d’Agir».

Στα περισσότερα από 40 έτη παγκόσμιας επιστημονικής παρουσίας του παρήγαγε ένα τεράστιο επιστημονικό έργο εμπειρικής και θεωρητικής έρευνας, που μεταφράστηκε σε πολλές χώρες του κόσμου όπως και στην Ελλάδα και ενέπνευσε ένα σπουδαίο αριθμό ερευνών σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους.

Ο Πιέρ Μπουρντιέ [1930-2002] επιχειρεί την οντολογική σύνθεση συμβολικού και υλικού, αναδεικνύοντας την υλικότητα συμβολικών λεοτουργιών (όπως η συνείδηση) και το συμβολικό φορτίο υλικών διεργασιών. Αντλεί το ενδιαφέρον του για την πρακτική από τον πρώιμο Μαρξ των Θέσεων για των Φώυερμπαχ. Από τον Βέμπερ το ενδιαφέρον του για το βιοτικό ύφος (life-style) και την αμφίδρομη σχέση βάσης-εποικοδομήματος (Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού). Αντίληψη της επαγγελματικής απασχόλησης ως κλήσης, ιεροποίηση της εργασίας και της αποταμίευσης. Από το έργο του Ντυρκέμ και του Μαρσέλ Μως προέρχεται το ενδιαφέρον του για τα κριτήρια κοινωνικής ιεράρχησης. Έχει επηρεαστεί από τον ύστερο Βιτγκενστάιν και τη φαινομενολογία του της γλωσσικής ύπαρξης, όπου το νόημα ριζώνεται στην χρήση της γλώσσας και την πρακτική εντός μιας καθορισμένης γλωσσικής κοινότητας. Από τον Έρβιν Γκόφφμαν εντοπίζονται επιδράσεις πάνω στα σχόλια του Μπουρντιέ για την “στρατηγική δράση”, αλλά αποτελεί θεμελιώδη διαφορά η έμφαση που δίνει ο πρώτος στη συνειδητή από μέρους του υποκειμένου σκηνοθεσία του εαυτού εντός του κοινωνικού χώρου με σκοπό την παροχή ή απόσπαση πληροφοριών. Όλο το παιχνίδι παίζεται στο επίπεδο των εντυπώσεων που αποτελούν πεποιθήσεις. Η κανονικότητα των υπαρκτικών μορφών δεν είναι αποτέλεσμα εντολής με ρητό περιεχόμενο, αλλά περιγραφικά αναδύεται από την εμμενή κίνηση των κοινωνικών πρακτικών. Ο Μπουρντιέ κάνει φαινομενολογία των υπαρκτικών μορφών, μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι έχει δεχτεί την επίδραση του Χούσσερλ, όπως και του Νίτσε για τη θέληση για δύναμη. Ασφαλώς επηρεάστηκε από τον Μερλώ-Ποντύ και την αντίληψη του σώματος ως διαμεσολαβούσας ουτοπίας που αντικαθιστά τους αντιτιθέμενους πόλους ύλης και πνεύματος. Κατηγορεί τον Λεβύ-στρως ότι στην προσπάθεια του να καταξιώσει την “άγρια σκέψη” την μετατρέπει σε μεγάλο βαθμό στην δική μας, παρουσιάζοντας τον ιθαγενή ως οιονεί στρουκτουραλιστή που προβαίνει σε ταξινομήσεις! (Intellectualisme = η τάση του κοινωνικού επιστήμονα να προβάλλει την αναστοχαστική του απόσταση στους άλλους, νομίζοντας ότι οι κοινωνικοί δράστες λειτουργούν εξ ίσου αυτόνομα με αυτόν) Ο ίδιος ο Μπουρντιέ χαρακτηρίζει το έργο του ως “γενετικό δομισμό” και αναφέτεται στο habitus ως “δομημένες δομές που λειτουργούν και ως δομούσες δομές”.

Κεντρική θέση στο έργο του Μπουρντιέ κατέχει η θεωρία του για την κοινωνική πρακτική. Η θεωρία αυτή γεφυρώνει τα επιστημονικά με τα περισσότερο παρεμβατικά κείμενα του μεγάλου Γάλλου κοινωνιολόγου.

Υποκείμενο-αντικείμενο

Η θεωρία του Μπουρντιέ επιχειρεί ν’ αποφύγει μια σειρά αντιθέσεων, αντινομιών, διαιρέσεων που διέπουν την επιστήμη της κοινωνιολογίας από τη γένεσή της: υποκείμενο–αντικείμενο, άτομο–κοινωνία, βούληση–περιορισμός, πράξη–δομή, ελευθερία–αναγκαιότητα. Οι αντιθέσεις αυτές χαρακτηρίζουν, κατά τον Eρνεστ Γκέλνερ, ολόκληρη τη νεότερη φιλοσοφική παράδοση, και αποκρυσταλλώνονται σε δύο ριζικά διαφορετικούς τρόπους σκέψης.

Και οι δύο τρόποι σκέψης, ο «ατομιστικός» και ο «οργανικός», και οι δύο στάσεις απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα, του «υποκειμενισμού» και του «αντικειμενισμού», κρίνονται ανεπαρκείς από τον Μπουρντιέ. Η ρήξη με τα δεδομένα της άμεσης εμπειρίας είναι ουσιώδες προαπαιτούμενο της επιστημονικής έρευνας. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη υπέρβασης του «υποκειμενισμού», ιδιαίτερα της «φαινομενολογικής» κοινωνιολογίας. Ωστόσο, και ο «αντικειμενισμός» έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Δεν παγιώνει σχέσεις ανάμεσα στις αντικειμενικές δομές, τις οποίες φέρνει στο φως και τις πρακτικές δραστηριότητες των ατόμων που συγκροτούν την κοινωνική σφαίρα. Αντιλαμβάνεται την κοινωνική πρακτική σαν απλό επιφαινόμενο των δομικών συνθηκών. Επιπλέον, ούτε ο «αντικειμενισμός» ούτε ο «υποκειμενισμός» κατορθώνουν να αναστοχαστούν τους όρους τους. Eτσι, ο Μπουρντιέ θα αρνηθεί στους κοινωνιολόγους το δικαίωμα να είναι υποκείμενα χωρίς να είναι αντικείμενα, το «προνόμιο να ταξινομούν χωρίς να ταξινομούνται», όπως εύστοχα το θέτει ο Γεράσιμος Βώκος («Το υποκείμενο και το αντικείμενο», Το Βήμα, 27/1/2002).

Οι έξεις

Βασική έννοια της αναστοχαστικής θεωρίας του Μπουρντιέ είναι αυτή του habitus, έννοια που μας παραπέμπει, μέσω του Χιουμ και των σχολαστικών, στην αριστοτελική χρήση του όρου «έξις». Πρόκειται για το σύνολο των προδιαθέσεων με βάση τις οποίες τα άτομα ενεργούν και αντιδρούν στις κοινωνικές περιστάσεις. Οι προδιαθέσεις αυτές ενεργοποιούν πρακτικές, αντιλήψεις, στάσεις που είναι «κανονικές», χωρίς ωστόσο να ρυθμίζονται συνειδητά από κάποιον κανόνα. «Εντυπώνονται» στα άτομα από την παιδική ηλικία, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης· το παιδί θα αποκτήσει συνήθειες που στην κυριολεξία «μορφώνουν» τον νου και το σώμα του.

Οι έξεις είναι δομημένες εντυπώσεις: αντανακλούν τις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκαν. Γι’ αυτό και είναι σχετικά ομοιογενείς σε συγκεκριμένες ομάδες ή τάξεις ατόμων. Aτομα της ίδιας κοινωνικής τάξης τείνουν να ενεργούν με παρόμοιους τρόπους. Οι δομημένες αυτές εντυπώσεις είναι, επίσης, διαρκείς: χαρακτηρίζονται από σχετική σταθερότητα και λειτουργούν με προσυνειδητό τρόπο. Αλλάζουν δύσκολα, μόνο μετά από συνειδητή προσπάθεια και κάτω από διαφορετικές πολιτισμικές και εκπαιδευτικές συνθήκες.

Το habitus, όπως η γλώσσα, συγκροτεί έναν γενετικό μηχανισμό που είναι ικανός να παράγει πληθώρα πρακτικών και αντιλήψεων, και μάλιστα σε πεδία διαφορετικά από αυτά στα οποία αρχικά αποκτήθηκαν. Καθοδηγεί τα άτομα στην καθημερινή τους ζωή, προσανατολίζει τις πράξεις τους, τους παρέχει την αίσθηση της καταλληλότητας, την απαραίτητη sens pratique. Αυτή η «πρακτική αίσθηση» αποτελεί για τον Μπουρντιέ κατάσταση τόσο του νου όσο και του σώματος. Στις σωματικές έξεις θα περιλάβει την ένδυση, την κινησιολογία, την προφορά.

Το habitus είναι η έννοια που ο Μπουρντιέ χρησιμοποιεί για να ορίσει τον υποκειμενικό τομέα της κοινωνικής πραγματικότητας. Παραδοσιακά τρεις είναι τρόποι παρουσίασης του υποκειμένου από τους φιλοσόφους: α) ως διαυγούς, διαφανούς και αυτοπαρουσιαζόμενου, β) ως οικουμενικού, κτήματος όλης της ανθρωπότητας και γ) ως οντολογικά σχεδόν μεταφυσικού, λεπτοφυούς ως προς την οντική του σύσταση, ως πνευματικού στην ουσία του ιδεατού γεγονότος. Από τα τρία χαρακτηριστικά τα δυο θίγονται ευκολότερα από προσεγγίσεις σαν τη μεταδομιστική που αφήνουν άθικτη την οντολογική της σύσταση. Η βασική οντολογική του πρόταση μοιάζει με κοινωνιολογικοποιημένη εκδοχή της μερλωποντιανής ανθρωπολογίας: είμαστε ένα πεδίο κοινωνικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών, ταξικών, ιστορικών κλπ καταγραφών που θέτει τον εαυτό του έναντι του κόσμου όντας έτοιμο για κάποια πράγματα και λιγότερο έτοιμο για κάποια άλλα. Το habitus λοιπόν περιγράφει πάνω απ’ όλα ένα είδος γενικής υπαρκτικής προδιάθεσης. Είναι η άμεση και αφανής παρουσία του κοινωνικού υποκειμένου, είναι προδιαθεσιακή σωματική φυσιογνωμία, νόρμες σωματικών και συνειδησιακών προδιαθέσεων. Η υποκειμενικότητα διασώζεται δια της γείωσης της στο έδαφος της πράξης. Το συμβολικό πριν να γίνει νοούμενο νόημα είναι εμμενής υπαρκτική λειτουργία. Η ύπαρξη είναι εξ ορισμού συμβολική και το συμβολικό είναι πολιτικό, δηλαδή δυνάμει συγκρουσιακό. Η ύπαρξη συνιστά ένα σιωπηλό μήνυμα ηθικοπολιτικής στάσης που “επιζητά” την αποδοχή και επιβεβαίωση του περιβάλλοντος.Το habitus ως λειτουργική σταθερά είναι οικουμενική ανεξάρτητα από τα διαφορετικά περιεχόμενα (ένταση ανάμεσα σε συγκεκριμένο και αφηρημένο, όπως ανάμεσα στις έννοιες “βιόκοσμος”, “σάρκα”, “μορφή ζωής” με την τελευταία ειδικά υπάρχει σχέση γειτνίασης). Είναι το σώμα όπως μορφοποιείται εντός ενός κοινωνικού-πολιτστικού πλαισίου, είναι ατύπως συστηματική συσσώρευση αξιακών φορτίων που αποτυπώνονται στην πράξη. Το habitus είναι η προσωπική μας ιστορία εγγεγραμμένη στο σώμα μας ως λειτουργική κοινωνική οντότητα. Είναι μια δέσμη, δομή, ή σύστημα από διαρκείς [ανθεκτικές] και μεταθέσιμες [πολύμορφες] προδιαθέσεις, δηλαδή τάσεις για συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς και αντιμετώπισης καταστάσεων· προδιαθέσεις σκέψης, αντίληψης και πράξης, και γενικότερα αντιμετώπισης μιας κοινωνικά χαρακτηρισμένης και αξιολογήσιμης περίστασης». Δεν πρόκειται για επαναληπτική αναπαραγωγή τυφλών περιεχομένων, αλλά για ένα είδος κατευθυντήριων γραμμών που είναι ταυτόχρονα χαρακτηριστικές και ενδεικτικές. Δεν είναι άτεγκτος ντετερμινισμός ούτε χαίρει απεριόριστης πλαστικότητας· ο καθένας ελίσσεται εντός καταστάσεων και παράλληλα μένει ο “εαυτός” του με τον δικό του κοινωνικά ιδιαίτερο τρόπο. Το habitus μπορεί να παραγάγει πρωτοτυπία εντός ορίων (διαλεκτική μεταξύ δημιουργικότητας και επαναληπτικότητας). Εκδηλώνονται οι τάσεις αυτές σε όλες τις πτυχές της λεκτικής και μη-λεκτικής δραστηριότητας ή της ύπαρξης του κοινωνικού υποκειμένου (σκέψη, λόγος, γούστο, σχεδιασμός ζωής, πράξη, αντίληψη). Είναι προσωπική πραγμάτωση αντικειμενικών προϋπαρχουσών δομών. Μέσω αυτού λαμβάνει χώρα η αντικειμενοποίηση του υποκειμένου όταν οι αντικειμενικές συνθήκες εγγράφονται στο σώμα το οποίο διατηρεί μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Επίσης συνιστά ως εννοιολογική πρόταση μια απόπειρα υποκειμενοποίησης ή προσωποποίησης του σώματος, άρα και των αντικειμενικών δομών και συνθηκών. Το σώμα υπάρχει ως πρακτική μη υποκειμενικά σχεδιασμένη κοινωνική βιολογική κατάσταση. Το habitus είναι ένας ολικός τρόπος ανακλαστικού “χειρισμού” του εαυτού μας ή, με μια πυκνή διατύπωση που βρίσκουμε στην Αίσθηση της πρακτικής (1980), «συστήματα διαρκών και μεταθέσιμων προδιαθέσεων, δομημένες δομές προδιατεθειμένες να λειτουργούν ως δομούσες δομές, ως γενεσιουργές και οργανωτικές δηλαδή αρχές των πρακτικών και των αναπαραστάσεων, οι οποίες μπορούν να προσαρμόζονται αντικειμενικά στον σκοπό τους δίχως να χρειάζεται να στοχεύουν συνειδητά σ’ αυτούς [τους σκοπούς] και να ελέγχουν ρητά τις αναγκαίες για την επίτευξη τους ενέργειες· αντικειμενικά “κεκανονισμένες” και “κανονικές” δίχως κατά κανένα τρόπο να είναι αποτέλεσμα υπακοής σε κανόνες, μπορούν, όντας όλα αυτά, να ενορχηστρωθούν συλλογικά δίχως να αποτελούν προϊόν της οργανωτικής δράσης ενός διευθυντή ορχήστρας»1. Η έννοια του habitus αποκτά αξία «λόγω των ψευδοπροβλημάτων και ψευδολύσεων που εξαλείφει, των ζητημάτων που επιτρέπει να θέσουμε ή να επιλύσουμε, των επιστημονικών, ειδικά, δυσκολιών που εγείρει». Η ίδια δέσμη αντικειμενικών συνθηκών διέπει τις πράξεις μου αλλά και τα αντιληπτικά και αξιολογικά σχήματα μέσω των οποίων τη συλλαμβάνω. «Οι πλέον απίθανες πρακτικές αποκλείονται πριν από κάθε εξέταση, ως αδιανόητες, μέσα απ’ αυτό το είδος της άμεσης υποταγής στην τάξη που τείνει να καθιστά την ανάγκη αρετή, δηλαδή να αρνείται το μη αποδεκτό και να επιθυμεί το αναπόφευκτο». Υπάρχουν πράγματα και δυνατότητες που αποκλείουμε χωρίς καμιά εξέταση λόγω του ότι είναι αδιανόητα για εμάς, για λόγους κοινωνικούς-ταξικούς-πολιτιστικούς-βιωματικούς που αφορούν επίσης την ανακλαστική αυτο-αντίληψη μας. Αυτό το άκαμπτο πλαίσιο θέτει συγχρόνως τα περιθώρια κίνησης μας. Το habitus είναι «παρελθόν που επιβιώνει στο παρόν και διαιωνίζεται στο μέλλον με την επανενεργοποίηση του στις δομημένες σύμφωνα με τις αρχές του πρακτικές, εσωτερικός νόμος μέσω του οποίου ασκείται συνεχώς ο νόμος των εξωτερικών αναγκαιοτήτων, μη αναγώγιμος στους άμεσους περιορισμούς της συγκυρίας».Τα διάφορα habitus δεν είναι αυθύπαρκτα, αλλά υπάρχουν εντός ενός πεδίου όπου μπορεί να εκδηλώσει στο έπακρο τις εσωτερικευμένες αναγκαιότητες που έχουν καταστεί αρετές. Το habitus μπορεί να γίνει αντιληπτό ως πλέγμα πολύτιμων, ανεκτίμητων και κοινωνικά χρήσιμων δεξιοτήτων μόνον εντός ενός πεδίου, δηλαδή εντός μιας αγοράς αντικειμενικά προδιατεθειμένης να εκτιμά τις προδιαθέσεις του. Τα πεδία είναι δομημένοι χώροι κοινωνικής δραστηριότητας των οποίων η δομή αποτελείται πρώτιστα από τάσεις ή προοπτικές, δηλαδή από δυναμικές κανονικότητες, αντικειμενικές προδιαθέσεις [του ίδιου του συστήματος] για εξέλιξη προς κάποια κατεύθυνση, από δυνάμεις που εφαρμόζονται πάνω σε φορτία ή από φορτία που αντιστέκονται σε δυνάμεις. Επομένως το πεδίο είναι μια δομή δυνητικών εντάσεων που μπορούν ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθούν. Δεν εκτυλίσσονται με αυτοματικό τρόπο ούτε είναι χαοτικές δομές, συνίστανται από παρωθήσεις ή αποτροπές. Είναι δομές πιθανότητας για την αξιολόγηση κοινωνικών συμπεριφορών ή υπαρκτικών τρόπων εντός συγκεκριμένου πλαισίου και μέσω συγκεκριμένου τρόπου. Πεδία δύναμης ή δυναμικά πεδία, όπου υπάρχουν ροές εξέλιξης αντί για πράγματα, διαπλεκόμενα με άλλα πεδία. Στο πεδίο διεξάγεται ένα είδος διαπάλης για επιβολή ως προς τα πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα, όπως οι τρόποι λειτουργίας του, δηλαδή οι “κανόνες του παιχνιδιού”. Η έννοια της δύναμης, πέρα από την περιγραφική σημασία της ουδέτερης ώθησης, περιλαμβάνει τις απρόσωπες ως επί το πλείστον αξιώσεις κυριαρχίας και ισχύος. Το πραγματικό διακύβευμα εντός των πεδίων είναι ο ανεπαίσθητος ορισμός του αυτονόητου, δηλαδή η εδραίωση της άσκησης μιας συμβολικής εξουσίας (επ’ αυτής περισσότερα στην επόμενη ανάρτηση) που δεν βιώνεται ως τέτοια αλλά ως αυτονόητη, είναι δηλαδή η αξίωση η συμπεριφορά μιας ομάδας να τεθεί ως γνώμονας της ζηλευτής και αποδεκτής συμπεριφοράς εντός του πεδίου. Το πεδίο λειτουργεί συνήθως επαναληπτικά, ενδυναμωτικά σε σχέση με τις αδράνειες που ήδη υπάρχουν. Η πραγματικότητα αυτο-επανορίζεται ασταμάτητα μέσω της υφολογικής της επανάληψης. Το πεδίο μπορεί να περιγραφεί ως ένας τρόπος κατανομής προνομίων ή ειδών κεφαλαίου, ένα άτυπο σύστημα αντικειμενικής διαχείρισης πόρων, δεν είναι παρά η δομή των καθιερωμένων και κοινά αποδεκτών τρόπων διεκδίκησης των προνομίων αυτών, δηλαδή των τρόπων που ανταμείβονται. Η αίσθηση της κατάλληλης στιγμής και του κατάλληλου τρόπου διεκδίκησης υποβάλλεται αντικειμενικά και πραγματώνεται υποκειμενικά, με σύμφυση των δυο αυτών πλευρών.Αν οι δομές αενάως αυτο-αναπαράγονται, πως εξηγείται η σχετική ιστορική καινοτομία; Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί εντός του δυϊσμού υποκειμένου-αντικειμένου, όμως το υποκείμενο φέρει εντός του το πεδίο, δηλαδή δομικές κανονικότητες, και συνεπώς δε χρειάζεται και δε μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί απ’ αυτό για να υπάρξει δημιουργικά. Από την άλλη, το πεδίο είναι ένα άτυπο σύστημα κατάλληλα προδιατεθειμένων υποκειμένων, δεν είναι μια δομική μηχανή αλλά φέρει εντός του όλη τη ζωτικότητα των υποκειμένων, που συνεπάγεται λελογισμένες ασυνέχειες, και άρα τις δυνατότητες αυτο-μετασχηματισμού του. Επομένως το ερώτημα της ανάδυσης του καινοφανούς είναι λανθασμένο διότι παραπέμπει στους όρους ελευθερία-αναγκαιότητα, ενώ με μετριοπαθέστερους όρους θα λέγαμε πως βρίσκεται εμμενώς εντός της κοινωνικής πραγματικότητας. Το πεδίο έχει διαφορετικές εντασιακές στιγμές και διακυμάνσεις, αφού ούτε τα υποκείμενα ούτε οι απαιτήσεις από τη μεριά του πεδίου είναι απόλυτα σταθερά σε όλη την επικράτεια του. Υπάρχουν εντός του πεδίου κάποιοι αναμενόμενοι και γι’ αυτό ανταμειβόμενοι τρόποι διεκδίκησης των συμβολικών ή άλλων πόρων, και από την πλευρά των ατόμων υπάρχουν αντίστοιχα προδιαθέσεις. Στις σπάνιες περιπτώσεις της αναθεώρησης των όρων του πεδίου αυτό που τίθεται υπό διαπραγμάτευση είναι ο τρόπος διανομής των προνομίων, δηλαδή το πως λειτουργεί το πεδίο ως αγορά.Το υποκείμενο αρχικά διαθέτει ένα πλέγμα σπερματικά υπαρχουσών προδιαθέσεων οι οποίες είναι ήδη κοινωνικές, και η πορεία του είναι πάντα μια συνάρτηση της προσωπικής του κληρονομιάς και των απαιτήσεων των πεδίων στα οποία εμπλέκεται. Οι προδιαθέσεις καθορίζουν σε ποια πεδία θα έχει την τάση να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, δηλαδή τα πεδία στα οποία οι προδιαθέσεις του αυτές θα τύχουν μεγαλύτερης αναγνώρισης. Η καινοτομία εμφανίζεται ως επαναδιαπραγμάτευση ήδη υπαρχουσών δομών (ένας μεγάλος ζωγράφος «κατέχει» τις συμβάσεις της εποχής εμπειρικά, βιωματικά, σωματικά, πρακτικά). Τα πεδία αλληλοπεριχωρούνται, δεν υπάρχουν απομονωμένα, και ως υπερ-πεδίο μπορούμε να θεωρήσουμε εκείνο των ταξικών-πολιτιστικών διαφοροποιήσεων που αφορά τους τρόπους ζωής. Όταν εντρυφούμε σε έναν στοχαστή που μας αρέσει, τείνουμε να τον ερμηνεύουμε με τους ευνοϊκότερους για εκείνον όρους. «Το πεδίο είναι ένα δίκτυο ή σχημάτωση από αντικειμενικές σχέσεις μεταξύ θέσεων. Οι θέσεις αυτές είναι οι ίδιες ορισμένες αντικειμενικά σε ότι αφορά την ύπαρξη τους και τους καθορισμούς που επιβάλλουν στους κατόχους τους». Υπάρχουν λοιπόν αντικειμενικές θέσεις, δηλαδή αντικειμενικές λειτουργίες, αρμοδιότητες και δυνατότητες που ισχύουν ανεξάρτητα από τις ατομικές θελήσεις, επιδιώξεις κλπ, των οποίων η ύπαρξη αντιστοιχεί στην συσχέτιση με άλλες θέσεις, που μπορεί να είναι σχέση υποταγής, κυριαρχίας, ομολογίας κλπ. Το πεδίο είναι δομή κατανομής κοινωνικών προνομίων. Μπορούμε να διαιρέσουμε το ευρύτερο πεδίο της πνευματικής παραγωγής γενικά σε α) κοινωνικού σχολιασμού (δημοσιογραφία), β) ακαδημαϊκής παραγωγής, δηλαδή παραγωγής θεωρίας κάθε είδους και γ) λογοτεχνικής παραγωγής. Σε κάθε ένα από αυτά υπάρχουν κυρίαρχες φιγούρες και θεσμοί.Το πεδίο είναι ευρύτερη έννοια από εκείνη της αγοράς (που είναι ήδη απαλλαγμένη από τις στενά οικονομικές συνδηλώσεις της στη σκέψη του Bourdieu). Το να σκέφτεσαι με όρους πεδίων σημαίνει να σκέφτεσαι σχεσιακά και όχι με όρους υποστάσεων, να προσπερνάς τις εμπειρικές πραγματικότητες επιχειρώντας την ανίχνευση των μηχανισμών και των συγκρουσιακών σχέσεων που σχηματοποιούν τις τελευταίες. Απορρίπτεται επομένως η συναινετική αντίληψη για την κοινωνία, όπως και εκείνη της κοινωνίας ως καθολικής καταπίεσης. Τα πεδία τείνουν να συμβάλλουν περισσότερο στην αναπαραγωγή της υπάρχουσας τάξης παρά στον κοινωνικό μετασχηματισμό, διότι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή αποτελούν εγκαθιδρυμένα πλαίσια δράσης, όπου δεσπόζουν παγιωμένες κοινωνικές πρακτικές. Για να μπορέσει κανείς να υπάρξει κοινωνικά με στοιχειωδώς λειτουργικό τρόπο εντός ενός πεδίου οφείλει σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό να ενστερνιστεί άρρητα ορισμένους από τους αυτοματισμούς και τους κανόνες του πεδίου, ακόμα και όταν επιθυμεί να το αλλάξει. Η έννοια του πεδίου είναι μια έννοια διεύρυνσης της οπτικής μας για τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Είναι όπως είπαμε ένας χώρος δομημένος, φορτισμένος, εντασιακός, αλλά και λειτουργικός, ένας φυσικοποιημένος -ως κοινά αποδεκτός- τρόπος διαχείρισης και κατανομής κοινωνικών-συμβολικών πόρων και κεφαλαίου..

Τα πεδία

Οι πρακτικές βέβαια παράγονται πάντα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Aρα, δεν είναι προϊόντα συνήθειας μόνο· είναι προϊόντα αλληλεπίδρασης των συνηθειών και προδιαθέσεων με το συγκεκριμένο περιβάλλον, με τις συνθήκες ή τα «πεδία» (champs) εντός των οποίων τα άτομα δρουν, την «αγορά» εντός της οποίας κινούνται ή τα «κοινωνικά παιχνίδια» στα οποία συμμετέχουν. Κάθε πεδίο θεωρείται ένας δομημένος και ρυθμισμένος χώρος συναλλαγών· οι «θέσεις» που το αποτελούν και οι ιεραρχικές τους σχέσεις –σχέσεις εξουσίας– ρυθμίζονται από την κατανεμημένη χρήση του ιδιαίτερου κάθε φορά «κεφαλαίου», του ιδιαίτερου για κάθε πεδίο μέσου, πόρου, ή προσόντος.

Για τον Μπουρντιέ υπάρχουν διαφορετικών ειδών κεφάλαια.

Εκτός από το οικονομικό κεφάλαιο, τα άτομα στις συναλλαγές τους διαχειρίζονται «πολιτισμικό κεφάλαιο» (αποκτημένες γνώσεις, δεξιότητες, «παιδεία»), «συμβολικό κεφάλαιο» (κύρος), «γλωσσικό κεφάλαιο». Ορισμένα πεδία βοηθούν ώστε να μετατρέπεται το ένα κεφάλαιο σε άλλο· η εκπαίδευση, λ.χ., παρέχει πολιτισμικό κεφάλαιο και κύρος, που μπορούν να εξασφαλίσουν μια καλοπληρωμένη εργασία.

Διαρκής είναι η σύνδεση πράξεων και συμφερόντων.
 Κάθε πεδίο είναι χώρος συνεχούς σύγκρουσης, διαπάλης, ανταγωνισμού. Κάθε πεδίο είναι (προ-)δομημένο και ταυτοχρόνως βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία δόμησης. Οι πρακτικές ενός πεδίου μπορεί να μην υπακούουν σε μια αυστηρά οικονομική λογική, ενδέχεται δηλαδή να μην αποσκοπούν σε αυστηρά οικονομικά οφέλη, παρ’ όλα αυτά ακολουθούν μια λογική που είναι οικονομική με την ευρύτερη έννοια, αποσκοπούν δηλαδή στην αύξηση κάποιου είδους «κεφαλαίου» (λ.χ. του κύρους).

Ειδικά όσον αφορά το πεδίο της γλώσσας, ο Μπουρντιέ θα επισημάνει ότι διαφορετικοί «χειριστές» του λόγου διαθέτουν διαφορετικές ποσότητες γλωσσικού κεφαλαίου, έχουν δηλαδή σε διαφορετικό βαθμό ανεπτυγμένη την ικανότητα να παράγουν εκφράσεις ‡ propos, κατάλληλες για μια συγκεκριμένη περίσταση σε μια συγκεκριμένη «αγορά». Oσο περισσότερο «γλωσσικό κεφάλαιο» διαθέτει κανείς τόσο μεγαλύτερη ευχέρεια έχει να διαχειρίζεται το σύστημα διαφορών και ανισοτήτων προς το συμφέρον του, προκειμένου να διασφαλίζει «κέρδος διάκρισης». Ο «οικονομικός αναγωγισμός» (J. Thompson), η οικονομική μεταφορά με την οποία ο Μπουρντιέ κατανοεί την οργάνωση κάθε κοινωνικού πεδίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική. Η γλωσσική χρήση, λ.χ., δεν είναι, όπως και ο ίδιος ο Μπουρντιέ παραδέχεται, ποσοτικοποιήσιμη· δεν διαβαθμίζεται στην κλίμακα περισσότερο-λιγότερο. Η οικονομική μεταφορά επιτρέπει πάντως στον κοινωνιολόγο να δίνει έμφαση στην πραγματική, «υλική» φύση της κοινωνικής πρακτικής, αποφεύγοντας τις ιδεολογικές παγίδες της «πνευματικότητας», που, ειδικά στα πεδία της τέχνης και της γλώσσας, συνδέονται με αντιλήψεις όπως «η τέχνη για την τέχνη», «το πνεύμα της γλώσσας» κλπ. Τέλος, είναι πάντα χρήσιμο να υπενθυμίζουμε ότι η έμφαση στις υλικές συνθήκες παραγωγής ανήκει στην παράδοση του μαρξισμού, την οποία συνεχίζει το έργο του Μπουρντιέ, παρά και χάρη στην κριτική στάση του Γάλλου κοινωνιολόγου απέναντι στη μαρξιστική θεωρία.

για την έννοια της πρακτικής, από το ίδιο:

Η έννοια της πρακτικής βρίσκεται μεταξύ habitus και πεδίου, είναι οι κοινωνικά καθαγιασμένοι τρόποι με τους οποίους γίνονται τα πράγματα. Είναι ένας πιο δομημένος και συγκεκριμένος τρόπος περιγραφής αυτού που θα ονομάζαμε «κοινωνικές συνήθειες». Όσο το κοινωνικό έθος ωριμάζει, μπορεί να εξελιχθεί και να εξειδικευτεί σε πρακτικές, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να εκφυλιστούν σε συνήθειες. Οι πρακτικές είναι ριζωμένες σε πλέγματα κοινωνικών συνηθειών, και μπορεί να θεσμοθετηθούν επισήμως ως νόμος που θα προτρέπει ή θα απαγορεύει. Η όποια επίσημη νομική θεσμοθέτηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου παρεμβαίνει, ακόμη κι αν στοχεύει στην αναδιάρθρωση και όχι την αναπαραγωγή του, προκειμένου να είναι λειτουργική. Η πρακτική είναι η λειτουργία της σύμφυσης του κοινωνικά μορφοποιημένου υποκειμενικού παράγοντα (habitus) και του κοινωνικά μορφοποιημένου αντικειμενικού παράγοντα (πεδίο), είναι το όλον της συμπληρωματικότητας των δυο. Η άρτια κατοχή του τρόπου μιας πρακτικής φαίνεται να υπονοεί έναν συνειδητό, υποκειμενικό, νοητικό σχεδιασμό, μολονότι αυτό δε συμβαίνει τις περισσότερες φορές, κι όταν ακόμα συμβαίνει δεν είναι το σημαντικότερο.Για να εξηγήσει αυτή τη φαινομενική ανακολουθία ο Bourdieu εισηγείται συμπληρωματικά την έννοια της στρατηγικής, η οποία αντιστρατεύεται την έννοια της ασύνειδης υπακοής της συμπεριφοράς σε κάποια προγενέστερη δομή (στρουκτουραλισμός), όπως και εκείνη του υποκειμενισμού-βολονταρισμού που συνεπάγεται η αντίληψη περί σχεδιασμού. Η στρατηγική αναφέρεται σε μια αδιατύπωτη, ανακλαστική αίσθηση της θέσης μας εντός ενός πεδίου και εμπεριέχει τις υποκειμενικές βλέψεις – είναι περισσότερο αντικειμενική. Είναι η αβίαστη εκδήλωση ενός habitus, μια πολύπλευρη αίσθηση, ένα κοινωνικό ένστικτο. ‘Οταν υπάρχει δομική ασυμβατότητα μεταξύ ενός habitus κι ενός περιβάλλοντος, μπορεί να φτάσουμε σε ένα σημείο έλλειψης. Οι στρατηγικές που προτείνονται αβίαστα από το habitus στοχεύουν ως ένα είδος υπαρκτικής προέκτασης του εαυτού στις αντικειμενικές δυνατότητες. Επισημαίνονται οι αντικειμενικά προσανατολισμένες σειρές πράξεων με τις οποίες οι κοινωνικοί δρώντες δομούν την κοινωνική πραγματικότητα.

Tο έργο του στα ελληνικά

Το έργο του Πιερ Μπουρντιέ δεν είναι άγνωστο στην Ελλάδα. Η πρώτη συστηματική αναφορά στις απόψεις του για την εκπαιδευτική ανισότητα γίνεται από την Aννα Φραγκουδάκη στην «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» (Παπαζήσης, 1985). Για την παρουσίαση του Μπουρντιέ στο ελληνικό κοινό καθοριστική έχει σταθεί η συμβολή του κοινωνιολόγου Νίκου Παναγιωτόπουλου. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του Μπουρντιέ «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», «Νόστιμον ήμαρ», «Μάθημα πάνω στο μάθημα», «Οι κληρονόμοι» (Καρδαμίτσα), «Κείμενα κοινωνιολογίας», «Η ανδρική κυριαρχία» (Στάχυ), «Μικρόκοσμοι» (Δελφίνι), «Πρακτικοί λόγοι» (Πλέθρον), «Για την τηλεόραση», «Αντεπίθεση πυρών», «Επείγουσες διαγνώσεις και θεραπείες για ένα πανεπιστήμιο σε κατάσταση κινδύνου» (Πατάκης), ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε «Η διάκριση» (Πατάκης). Κυκλοφορούν επίσης τα πρακτικά της ημερίδας «Pierre Bourdieu: Κοινωνιολογία της παιδείας» (Καρδαμίτσα). Aρθρα της ευρωπαϊκής επιθεώρησης Liber, της οποίας o Μπουρντιέ ήταν διευθυντής, αναδημοσιεύονται στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα». Τα βιβλία της σειράς «Λόγοι δράσης», της οποίας ήταν επιμελητής, κυκλοφορούν και στα ελληνικά (Πατάκης). Aρθρα του φιλοξενούνταν συχνά τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό Τύπο.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.